αποξενώνω

αποξενώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος
1. κάνω κάποιον ξένο, παύω να τον θεωρώ δικό μου: Η γυναίκα του τον είχε αποξενώσει από τους συγγενείς του.
2. στερώ κάποιον από ένα αγαθό: Η ανάμειξή του σ' εκείνη την υπόθεση τον αποξένωσε από τη συμπάθεια του προϊσταμένου του. Ουσ. αποξένωση, η.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποξενώνω — (ἀποξενώνω, AM ἀποξενῶ, όω) απομακρύνω κάποιον και τον θεωρώ ξένο νεοελλ. αποστερώ κάποιον από δικαιώματα του μσν. νεοελλ. ( ομαι) παύω να έχω σχέση με κάτι μσν. χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ αρχ. 1. εξορίζω κάποιον 2. υποστηρίζω ότι κάτι δεν… …   Dictionary of Greek

  • αποξενώνω — αποξενώνω, αποξένωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ …   Dictionary of Greek

  • απαλλοτριώνω — (Α ἀπαλλοτριῶ, όω) νεοελλ. αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλον αρχ. 1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω 2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ 3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω …   Dictionary of Greek

  • αποκληρώνω — (Μ ἀποκληρώνω, AM ἀποκληρῶ, όω) αποκλείω κάποιον από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει αρχ. μσν. παραχωρώ δικαίωμα, προνόμιο κ.λπ. μσν. αποξενώνω κάποιον από τα κτήματα ή τις κτήσεις του αρχ. 1. εκλέγω κάποιον σ ένα αξίωμα με κλήρο 2.… …   Dictionary of Greek

  • αποξενίζω — ἀποξενίζω (Α) αποξενώνω …   Dictionary of Greek

  • εξαλλοτριώ — ἐξαλλοτριῶ, όω (Α) [αλλοτριώ] 1. επιτρέπω την εξαγωγή εμπορεύματος 2. απαλλοτριώνω 3. αποξενώνω …   Dictionary of Greek

  • ξενώνω — (Α ξενῶ, όω, ιων. τ. ξεινόω) [ξένος] αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.) αρχ. 1. φιλοξενώ 2. (μέσ. παθ.) ξενούμαι, όομαι α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • συναλλοτριώ — όω, ΜΑ [ἀλλοτριῶ] αλλοτριώνω, αποξενώνω κάτι από κάτι άλλο ταυτόχρονα («ὁ τῆς ἀγαθῆς οὐσίας ἀμέτοχος καὶ τῆς τοῡ ἀγαθοῡ ἐπωνυμίας συναλλοτριοῡται», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. αποξενώνω. Τον αλλοτρίωσαν από τους συγγενείς του. 2. μεταβιβάζω την κυριότητα σε άλλον, πουλώ: Αλλοτρίωσε την ανεξαρτησία του μ αυτές του τις ενέργειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”