αποξενώνω — (ἀποξενώνω, AM ἀποξενῶ, όω) απομακρύνω κάποιον και τον θεωρώ ξένο νεοελλ. αποστερώ κάποιον από δικαιώματα του μσν. νεοελλ. ( ομαι) παύω να έχω σχέση με κάτι μσν. χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ αρχ. 1. εξορίζω κάποιον 2. υποστηρίζω ότι κάτι δεν… … Dictionary of Greek
αποξενώνω — αποξενώνω, αποξένωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ … Dictionary of Greek
απαλλοτριώνω — (Α ἀπαλλοτριῶ, όω) νεοελλ. αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλον αρχ. 1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω 2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ 3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω … Dictionary of Greek
αποκληρώνω — (Μ ἀποκληρώνω, AM ἀποκληρῶ, όω) αποκλείω κάποιον από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει αρχ. μσν. παραχωρώ δικαίωμα, προνόμιο κ.λπ. μσν. αποξενώνω κάποιον από τα κτήματα ή τις κτήσεις του αρχ. 1. εκλέγω κάποιον σ ένα αξίωμα με κλήρο 2.… … Dictionary of Greek
αποξενίζω — ἀποξενίζω (Α) αποξενώνω … Dictionary of Greek
εξαλλοτριώ — ἐξαλλοτριῶ, όω (Α) [αλλοτριώ] 1. επιτρέπω την εξαγωγή εμπορεύματος 2. απαλλοτριώνω 3. αποξενώνω … Dictionary of Greek
ξενώνω — (Α ξενῶ, όω, ιων. τ. ξεινόω) [ξένος] αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.) αρχ. 1. φιλοξενώ 2. (μέσ. παθ.) ξενούμαι, όομαι α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.) β)… … Dictionary of Greek
συναλλοτριώ — όω, ΜΑ [ἀλλοτριῶ] αλλοτριώνω, αποξενώνω κάτι από κάτι άλλο ταυτόχρονα («ὁ τῆς ἀγαθῆς οὐσίας ἀμέτοχος καὶ τῆς τοῡ ἀγαθοῡ ἐπωνυμίας συναλλοτριοῡται», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek
αλλοτριώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. αποξενώνω. Τον αλλοτρίωσαν από τους συγγενείς του. 2. μεταβιβάζω την κυριότητα σε άλλον, πουλώ: Αλλοτρίωσε την ανεξαρτησία του μ αυτές του τις ενέργειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)